ψαρόμυαλος

ψαρόμυαλος
η , ο глупый, слабоумный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ψαρόμυαλος" в других словарях:

  • ψαρόμυαλος — ο, θηλ. ψαρόμυαλη, Ν μτφ. (για πρόσ.) ανόητος, επιπόλαιος, ελαφρόμυαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + μυαλος (< μυαλό)] …   Dictionary of Greek

  • ψαρόμυαλος — η, ο ανόητος, κουτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψαροκέφαλος — η, ο 1. αυτός που έχει κεφάλι σαν του ψαριού. 2. ψαρόμυαλος. 3. το ουδ. ως ουσ., ψαροκέφαλο το κεφάλι του ψαριού: Ρίξαμε στις γάτες τα ψαροκέφαλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»